ὀκιμβάζω

ὀκιμβάζω
ὀκιμβάζω
See also: s. σκιμβός

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οκιμβάζω — ὀκιμβάζω (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλ. σκιμβάζω …   Dictionary of Greek

  • ὀκιμβάζειν — ὀκιμβάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκίμβαζεν — ὀκιμβάζω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”